Πρέπει τα παιδιά να μοιράζονται ;

Η επιστήμη πίσω από την άρνηση και πώς να μεγαλώσουμε γενναιόδωρα παιδιά χωρίς πίεση

Η παρακάτω σκηνή σε διάφορες παραλλαγές της  είναι γνωστή σε κάθε γονιό: Βρίσκεστε στην παιδική χαρά και το παιδί σας, ας πούμε πως ονομάζεται Γιώργος, κρατάει σφιχτά το αγαπημένο του φορτηγάκι σαν να είναι το πολυτιμότερο αντικείμενο στον κόσμο.

Ένα άλλο παιδάκι πλησιάζει, απλώνει το χέρι και τότε ακούγεται η «απαγορευμένη» φράση: «ΟΧΙ! ΔΙΚΟ ΜΟΥ!».

Εσείς κοκκινίζετε, νιώθετε τα βλέμματα των άλλων γονιών πάνω σας και σπεύδετε να παρέμβετε: «Γιώργο, μοιραζόμαστε!».

Αν μάλιστα το παραπάνω σενάριο λάβει χώρα σε κάποιο play date τότε οι απαιτήσεις είναι ακόμα πιο υψηλές και η κοινωνική πίεση (στους γονείς αλλά και τα παιδιά) ακόμα μεγαλύτερη!

Για να κατανοήσουμε τους λόγους που τα παιδιά δυσκολεύονται να μοιραστούν, πρέπει πρώτα να κοιτάξουμε τον κόσμο μέσα από τα δικά τους μάτια. Για να κατανοήσουμε γιατί η λέξη «μοιράζομαι» ακούγεται κάποιες φορές σαν απειλή στα αυτιά ενός νηπίου, πρέπει να εξετάσουμε τέσσερα θεμελιώδη αναπτυξιακά στάδια  που ρυθμίζουν τη σκέψη των παιδιών αυτής της ηλικίας και που λειτουργούν ως εμπόδια στο να μοιραστούν τα παιχνίδια τους.

Στη συνέχεια θα δούμε πρακτικές συμβουλές ώστε να στηρίξουμε τα παιδιά και να κατανοήσουν την αξία και την ομορφιά του μοιράσματος.

1. Εγωκεντρισμός (Η Γνωστική Οπτική) Είναι σημαντικό να μην μπερδεύουμε τον Εγωκεντρισμό που αποτελεί γνωστικό περιορισμό και δεν είναι επιλογή του παιδιού, με έννοιες όπως ο εγωισμός. Ο Εγωκεντρισμός αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό του γνωστικού τους σταδίου όπως το περιέγραψε ο Jean Piaget. Το μικρό παιδί δυσκολεύεται να διαχωρίσει τη δική του οπτική από αυτή των άλλων. Όταν βλέπουν ένα άλλο παιδί να κλαίει για το παιχνίδι τους, δεν σκέφτονται: «Ο φίλος μου στεναχωρήθηκε επειδή του το πήρα». Το επεξεργάζονται εγωκεντρικά: «Εγώ θέλω το παιχνίδι, άρα είναι δικό μου». Μπορεί να αντιλαμβάνονται τη λύπη του άλλου (συναισθηματική μετάδοση), αλλά δεν κατανοούν ότι η δική τους πράξη είναι η αιτία αυτής της λύπης. Η γνωστική ενσυναίσθηση —η ικανότητα να μπαίνουν στη θέση του άλλου— είναι μια δεξιότητα που τώρα χτίζεται.

2. Αίσθηση του Εαυτού και Ιδιοκτησία (Η Ταυτότητα) Γύρω στην ηλικία των δύο ετών, τα παιδιά κάνουν ένα τεράστιο νοητικό άλμα: συνειδητοποιούν ότι περιβάλλονται από ξεχωριστά άτομα. Μαζί με αυτό έρχεται η έννοια του «Δικό μου!». Αυτή η φράση δεν είναι εγωισμός· είναι μια ισχυρή και απαραίτητη διακήρυξη της ύπαρξής τους. Τα υπάρχοντά τους θεωρούνται προέκταση του εαυτού τους. Αυτό ισχύει στον απόλυτο βαθμό για τα «μεταβατικά αντικείμενα» (όπως τα ονόμασε ο Donald Winnicott), π.χ. την αγαπημένη τους κουβερτούλα, τα οποία λειτουργούν ως ψυχολογική γέφυρα ασφάλειας ανάμεσα στο παιδί και τον κόσμο. Έτσι, όταν τους ζητάτε να μοιραστούν το αγαπημένο τους αρκουδάκι, μπορεί να αισθάνονται σαν να τους ζητάτε να δώσουν ένα κομμάτι από το σώμα τους.

3. Έλλειψη Μονιμότητας στην Κατοχή (Ο Χρόνος) Ένα μικρό παιδί ζει στο «εδώ και τώρα». Του λείπει η ανεπτυγμένη λειτουργία του προμετωπιαίου φλοιού που χρειάζεται για να σκεφτεί το μέλλον. Όταν δίνουν ένα παιχνίδι, δεν έχουν καμία βεβαιότητα ότι θα το πάρουν πίσω. Η έννοια «θα σου το επιστρέψει σε πέντε λεπτά» είναι αφηρημένη και χωρίς νόημα για ένα δίχρονο. Για εκείνο, το παιχνίδι έφυγε, ίσως για πάντα.

4. Έλεγχος Παρορμήσεων (Η Βιολογία) Η ικανότητα να καθυστερούμε την ικανοποίηση και να διαχειριζόμαστε έντονα συναισθήματα ρυθμίζεται από τον προμετωπιαίο φλοιό, ο οποίος είναι το τελευταίο μέρος του εγκεφάλου που ωριμάζει πλήρως (πολύ μετά τα 20 έτη!). Το να ζητάμε από ένα παιδί να καταστείλει την έντονη επιθυμία του να κρατήσει το παιχνίδι του, είναι μια τεράστια απαίτηση για τον εγκέφαλό του.

Θα έπρεπε το παιδί μου να μοιράζεται ;

Εξαρτάται από την ηλικία του και την στοχευμένη δουλειά που έχουμε κάνει. Αναπτυξιακά μιλώντας μέσα στα χρόνια της προσχολικής ηλικίας το να καταφέρει ένα παιδί να μοιράζεται είναι ένας από τους στόχους μας . Ο εξαναγκασμός ενός παιδιού να μοιραστεί όμως δεν είναι αναπτυξιακά επωφελής και θα φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα.

Να γιατί:

  • Διδάσκει το λάθος μάθημα: Το υποχρεωτικό μοίρασμα δεν διδάσκει γενναιοδωρία. Διδάσκει ότι οι ενήλικες έχουν εξουσία πάνω στα πράγματά σου και ότι το κλάμα ή η αρπαγή επιβραβεύεται.
  • Υπονομεύει την ασφάλεια: Ένα παιδί πρέπει να αισθάνεται ασφαλές με τα υπάρχοντά του πριν νιώσει έτοιμο να είναι γενναιόδωρο με αυτά.
  • Χάνεται η εκπαιδευτική ευκαιρία: Προσπερνάμε την ευκαιρία να διδάξουμε δεξιότητες όπως η διαπραγμάτευση.

Είναι αναπτυξιακά κατάλληλο να έχουμε αυτές τις προσδοκίες;

Εξαρτάται από το πώς ορίζουμε την «προσδοκία». Αν περιμένουμε από ένα νήπιο να μοιράζεται με συνέπεια και χωρίς εξωτερική ρύθμιση, τότε όχι, είναι βιολογικά ανέφικτο. Ωστόσο, σύμφωνα με τη θεωρία της «Ζώνης της Επικείμενης Ανάπτυξης» (Vygotsky), οι γονείς πρέπει να προσφέρουν την «σκαλωσιά» (scaffolding) πάνω στην οποία οι έννοιες θα αναπτυχθούν.  Αυτό σημαίνει ότι έχουμε την προσδοκία το παιδί να μαθαίνει να μοιράζεται, αλλά αναγνωρίζουμε ότι χρειάζεται τη βοήθειά μας για να το εκτελέσει (δείτε παρακάτω τις προτάσεις μας).

Η επιστήμη δείχνει ότι τα νήπια νιώθουν χαρά όταν μοιράζονται  (το λεγόμενο “warm glow effect”), αλλά μόνο όταν η πράξη είναι εθελοντική. Επομένως, η προσδοκία μας δεν πρέπει να είναι η υπακοή («Δώσ’ το τώρα»), αλλά η κοινωνική επεξεργασία («Βλέπεις ότι ο φίλος σου περιμένει;»). Στόχος είναι η καλλιέργεια της ενσυναίσθησης, όχι η μηχανική συμπεριφορά.

Δεν θα έπρεπε ένα παιδί να έχει το δικαίωμα να επιλέξει τι και πότε θα μοιραστεί;

Από ψυχολογική σκοπιά, ναι. Αυτό βασίζεται στη Θεωρία του Αυτοκαθορισμού (Self-Determination Theory). Για να αναπτύξει ένα παιδί εσωτερική γενναιοδωρία, πρέπει να αισθάνεται ότι έχει Αυτονομία (Agency).

Όταν υποχρεώνουμε ένα παιδί να μοιραστεί, του αφαιρούμε τον έλεγχο. Αυτό ενεργοποιεί την αμυντική του στάση και οδηγεί σε «φύλαξη πόρων» (hoarding). Αντίθετα, όταν το παιδί ξέρει ότι έχει το δικαίωμα να πει «όχι», νιώθει ψυχολογικά ασφαλές. Παραδόξως, οι μελέτες δείχνουν ότι τα παιδιά που νιώθουν ότι έχουν τον έλεγχο της ιδιοκτησίας τους, είναι τελικά πιο πρόθυμα να μοιραστούν, επειδή το κάνουν από θέση ισχύος και όχι από φόβο απώλειας.

Δεν πρόκειται απλώς για «καλούς τρόπους», αλλά για τον σεβασμό της προσωπικής τους οριοθέτησης. Όπως οι ενήλικες δεν μοιράζονται τα πάντα με όλους, έτσι και τα παιδιά πρέπει να μάθουν ότι έχουν δικαίωμα στην ιδιωτικότητα των αγαπημένων τους αντικειμένων.

Πρακτικές Λύσεις για Γονείς

Αντί να πιέζουν, οι γονείς μπορούν να λειτουργήσουν ως καθοδηγητές:

  1. Αναγνώριση και Επικύρωση Συναισθημάτων: «Είναι πραγματικά δύσκολο να περιμένεις τη σειρά σου. Ξέρω ότι θέλεις αυτό το παιχνίδι τώρα». Όταν τα παιδιά νιώθουν ότι τα καταλαβαίνουμε, η αντίστασή τους συχνά μαλακώνει.
  2. Εισάγετε την «Εναλλαγή Σειράς» (Turn-Taking): Η αφηρημένη έννοια του «μοιράζομαι» είναι δύσκολη, αλλά η συγκεκριμένη έννοια της «σειράς» είναι πιο εύληπτη. Χρησιμοποιήστε ένα χρονόμετρο (ιδανικά ένα οπτικό χρονόμετρο ή μια κλεψύδρα, καθώς η οπτικοποίηση βοηθά τα παιδιά). «Μπορείς να παίξεις με το φορτηγό για πέντε λεπτά, και όταν χτυπήσει το κουδούνι/τελειώσει η άμμος, θα είναι η σειρά της Μαρίας». Αυτό παρέχει δομή και βεβαιότητα.
  3. Προληπτικός Σχεδιασμός: Πριν από μια επίσκεψη για παιχνίδι (playdate), ρωτήστε το παιδί σας: «Η Μαρία θα έρθει να παίξετε. Υπάρχουν κάποια πολύ αγαπημένα σου παιχνίδια που δεν θέλεις να μοιραστείς σήμερα; Μπορούμε να τα βάλουμε στο δωμάτιό σου για να μείνουν ασφαλή». Αυτό τιμά τα συναισθήματά τους και προλαμβάνει τις συγκρούσεις.
  4. Γίνετε Πρότυπο Γενναιοδωρίας: Αφήστε το παιδί σας να σας βλέπει να μοιράζεστε με τον σύντροφό σας και τους φίλους σας. Τα παιδιά μαθαίνουν πολύ περισσότερα από αυτά που κάνουμε παρά από αυτά που λέμε.
  5. Περιγραφή χωρίς Κριτική (Sportscasting): Όταν προκύπτει σύγκρουση, περιγράψτε τα γεγονότα σαν ουδέτερος αφηγητής. «Βλέπω ότι κρατάς το κόκκινο αυτοκίνητο. Ο  Ηλίας κλαίει και φαίνεται ότι θέλει κι αυτός το κόκκινο αυτοκίνητο». Αυτό βοηθά τα παιδιά να αρχίσουν να παρατηρούν τα κοινωνικά σημάδια χωρίς να νιώθουν ντροπή.

Τελική Σκέψη: Το Παράδοξο της Γενναιοδωρίας

Τελικά, το μυστικό για την ενσυναίσθηση και την γενναιοδωρία κρύβεται σε ένα παράδοξο: Για να μπορέσει ένα παιδί να δώσει, πρέπει πρώτα να ξέρει ότι έχει το δικαίωμα να κρατήσει. Αντί να παλεύουμε ενάντια στη βιολογία τους πιέζοντας για αποτελέσματα, ας παραμείνουμε ήρεμοι και με την στήριξη που αρμόζει στην ηλικία τους, να βοηθήσουμε τα παιδιά να αναπτύξουν τις δεξιότητες τους.  

Μετατοπίζοντας τον στόχο μας από την «υπακοή» στην «κατανόηση», δεν χτίζουμε απλώς καλούς τρόπους. Χτίζουμε ανθρώπους με ενσυναίσθηση, εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και αυθεντικό ενδιαφέρον για τους άλλους.